μινυνθαδία

μινυνθαδία
μινυνθαδίᾱ , μινυνθάδιος
short-lived
fem nom/voc/acc dual
μινυνθαδίᾱ , μινυνθάδιος
short-lived
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μινυνθαδία — μινυνθαδία, ἡ (Α) βλ. μινυνθάδιος …   Dictionary of Greek

  • μινυνθάδια — μινυνθάδιος short lived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυνθάδι' — μινυνθάδια , μινυνθάδιος short lived neut nom/voc/acc pl μινυνθάδιε , μινυνθάδιος short lived masc voc sg μινυνθάδιαι , μινυνθάδιος short lived fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”